-
1 ἀνθρώπινος
A of, from, or belonging to man, human,ἀ. βίος Philol.11
, cf. Hdt.7.46; ἅπαν τὸ ἀ. all mankind, Id.1.86; τὸ ἀ. γένος (v.l. φῦλον) Antipho 4.1.2, Pl.Phd. 82b; ἀ. κίνδυνοι, opp. θεῖοι, And.1.139;ἀ. δίκη Lys.6.20
; ἀ. τεκμήρια, opp. omens, Antipho 5.81; human affairs,Pl.
Tht. 170b, Arist.EN 1102b3 (v.l. -ικά) ἀνθρώπινόν τι παθεῖν die, IG5(2), 266.20 (Mantinea, i B. C.), cf. PPetr.1p.33 (iii B. C.), PRyl.153.39 (ii A. D.); soἐάν τι τῶν ἀ. περί τινα γένηται Epicur.Fr. 217
.2 human, suited to man, ἀνθρωπίνη δόξα fallible, human understanding, Pl.Sph. 229a; οὐκ ἀ. ἀμαθία super-human, monstrous folly, Id.Lg. 737b, etc.; ἀ. καὶ μετρία σκῆψιςD 21.41; ;ἀ. νοῦς Men.482
;ἀ. τὸ γεγενημένον X.Cyr.5.4.19
.3 ἀνθρώπινα, τά, secular revenues, SIG527.133; secular rites, opp.θῖνα, Leg.Gort.10.43.II Adv. ἀνθρωπίνως, ἁμαρτάνειν commit human, i.e. venial, errors, Th.3.40; more within the range of human faculty,Pl.
Cra. 392b, D.18.252; ἀνθρωπίνως ἐκλογίζεσθαι, i.e. with fellow-feeling, And.2.6; humanely, gently, D.23.70;ἀ. χρὴ τὰς τύχας φέρειν
with moderation,Men.
816;εὐτυχίαν D.S.1.60
.—Of the three forms, ἀνθρώπειος is used exclusively in Trag. and generally in Th. (but cf.1.22); ἀνθρώπινος prevails in Comedy and in Prose from Pl. downwds. (though he uses ἀνθρώπειος no less frequently); ἀνθρωπικός is freq. in Arist. [suff] ἀνθρώπ-ιον, τό, = sq., E.Cyc. 185, Anaxandr. 34; paltry fellow,ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar. Pax 263
, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθρώπινος
См. также в других словарях:
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek